- κουφολογια
- κουφολογίακουφο-λογίαἥ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κουφολογία — κουφολογίᾱ , κουφολογία light talk fem nom/voc/acc dual κουφολογίᾱ , κουφολογία light talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφολογία — κουφολογία, ἡ (Α) [κουφολογώ] απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κουφολογίᾳ — κουφολογίαι , κουφολογία light talk fem nom/voc pl κουφολογίᾱͅ , κουφολογία light talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφολογίας — κουφολογίᾱς , κουφολογία light talk fem acc pl κουφολογίᾱς , κουφολογία light talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφολογίαν — κουφολογίᾱν , κουφολογία light talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφολογιῶν — κουφολογία light talk fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφολογίαις — κουφολογία light talk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek